Ποια άσκηση μειώνει το λίπος στο συκώτι; Νέα μελέτη
Η μη αλκοολική λιπώδης διήθηση του ήπατος ή αυξημένο λίπος στο συκώτι, αποτελεί έναν ευρύ ορισμό που περιλαμβάνει πλήθος νοσημάτων του ήπατος.
Σύμφωνα με μια μελέτη που διεξήχθη σε ζωικά μοντέλα και δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Metabolism, η αερόβια άσκηση θα μπορούσε να συμβάλλει στην καταπολέμηση της μη αλκοολικής λιπώδους νόσου του ήπατος (λίπος στο συκώτι), της πιο κοινής ηπατικής νόσου παγκοσμίως, η οποία επηρεάζει σχεδόν το 24% του παγκόσμιου πληθυσμού.
Όταν το συκώτι συσσωρεύει μεγάλες ποσότητες λίπους
Το συκώτι είναι το κύριο όργανο αποτοξίνωσης του σώματος, παίζει κεντρικό ρόλο στην ομοιόσταση του μεταβολισμού και είναι ένας σημαντικός παράγοντας για τη σύνθεση, τον μεταβολισμό, την αποθήκευση και την ανακατανομή των υδατανθράκων, των πρωτεϊνών και των λιπιδίων.
Οι επεξεργασμένες τροφές που υπάρχουν γύρω μας σε αφθονία, οι τοξίνες και το περιβαλλοντικό στρες, η ταχεία αύξηση της παχυσαρκίας σε όλο τον κόσμο, σχετίζονται με την αύξηση του επιπολασμού της μη-αλκοολικής λιπώδους νόσου του ήπατος, γνωστή και ως λιπώδης διήθηση ή λίπος στο συκώτι, καθιστώντας την, ως την πιο κοινή ασθένεια του ήπατος στις δυτικές κοινωνίες.
Ένα από τα χαρακτηριστικά της λιπώδους ηπατικής νόσου ή της μη αλκοολικής στεατοηπατίτιδας (Nonalcoholic Fatty Liver Disease – NAFLD) είναι η μεγάλη συγκέντρωση λιπιδίων (LD) που συσσωρεύονται στα ηπατικά κύτταρα.
“Τα ευρήματά μας αποκαλύπτουν ότι η αερόβια άσκηση, δηλαδή η μέτρια σωματική δραστηριότητα με την πάροδο του χρόνου, βοηθά στο μεταβολισμό των λιπών επειδή μειώνει το μέγεθος των λιπιδίων και επομένως τη σοβαρότητα της νόσου”, σημειώνουν οι ερευνητές.
“Ως εκ τούτου, οι ενεργειακές απαιτήσεις που προκαλούνται από την άσκηση καθορίζουν τις ρυθμισμένες αλλαγές στις φυσικές και λειτουργικές σχέσεις μεταξύ του λίπους και των μιτοχονδρίων, των κυτταρικών οργανιδίων που παρέχουν ενέργεια για το μεταβολισμό”.
Αυτή η αλληλεπίδραση μπορεί γίνει σε έναν συγκεκριμένο πληθυσμό μιτοχονδρίων που είναι γνωστό ως μιτοχόνδρια περί σταγονιδίων (PDM). “Ως αποτέλεσμα, υπάρχει υψηλότερη οξείδωση των λιπιδίων σε αυτόν τον συγκεκριμένο πληθυσμό των μιτοχονδρίων, μια διαδικασία που βοηθά στην πρόληψη της εξέλιξης της νόσου”.
Οι ερευνητές ανακάλυψαν μια άγνωστη σύνδεση
Η αλληλεπίδραση μεταξύ των λιπιδίων (LD) και των μιτοχονδρίων είναι λειτουργικά σημαντική για την ομοιόσταση του μεταβολισμού του λίπους. Η άσκηση βελτιώνει τη λιπώδη νόσο του ήπατος, αλλά μέχρι σήμερα, ήταν άγνωστο εάν η ασθένεια είχε άμεσο αντίκτυπο στις αλληλεπιδράσεις μεταξύ των ηπατικών LD και τα μιτοχόνδρια”, σημειώνει η María Isabel Hernàndez-Alvarez, μεταδιδακτορική ερευνήτρια Ramón y Cajal στο Τμήμα Βιοχημείας και Μοριακής Βιοϊατρικής του UB.
Η μελέτη τονίζει επίσης ότι η μιτοφουσίνη 2 (Mfn-2) – μια πρωτεΐνη που βρίσκεται στην εξωτερική μεμβράνη των μιτοχονδρίων – παίζει καθοριστικό ρόλο σε αυτήν τη διαδικασία, καθώς τροποποιεί την επικοινωνία μεταξύ των λιπιδίων και του συγκεκριμένου πληθυσμού των μιτοχονδρίων.
Βρήκαμε μια μείωση στην περιεκτικότητα σε κορεσμένα λιπαρά οξέα στις ηπατικές μιτοχονδριακές μεμβράνες ζώων που είχαν κάνει φυσική δραστηριότητα. Αυτό υποδηλώνει ότι η ρευστότητα της μεμβράνης αυξάνεται στα μιτοχόνδρια”, σημειώνει η ερευνήτρια.
“Στην περίπτωση των ποντικών χωρίς το γονίδιο Mfn-2, που εκτέθηκαν σε φυσική δραστηριότητα, δεν παρατηρήσαμε αλλαγές στον κορεσμό και στο μεταβολισμό των λιπαρών οξέων. Αυτά τα αποτελέσματα δείχνουν ότι η πρωτεΐνη Mfn-2 συμμετέχει στη ρύθμιση της σύνθεση των λιπαρών οξέων των μιτοχονδριακών μεμβρανών ως απόκριση στην άσκηση”.
Σύμφωνα με τους συγγραφείς, η πρωτεΐνη Mfn-2 ρυθμίζει την καμπύλη της μιτοχονδριακής μεμβράνης. προάγοντας την οξείδωση του λίπους σε έναν συγκεκριμένο πληθυσμό μιτοχονδρίων, μέσω της αλληλεπίδρασής της και της ικανότητάς της να σχηματίζει συγκεκριμένες περιοχές με τα φωσφολιπίδια της μεμβράνης.
Η μελέτη ανοίγει δρόμους για τον εντοπισμό της νόσου στους ασθενείς και ως εκ τούτου τον σχεδιασμό νέων στρατηγικών για την πρόληψη της εξέλιξής της.
Η μελέτη έγινε από την καθηγήτρια María Isabel Heràndez-Alvarez, από τη Σχολή Βιοϊολογίας του Πανεπιστημίου της Βαρκελώνης, το Ινστιτούτο Βιοϊατρικής (IBUB) και το Κέντρο Βιοϊατρικής Έρευνας Δικτύωσης Διαβήτη και Συναφών Μεταβολικών Νοσημάτων (CIBERDEM), σε συνεργασία με τον Rodrigo Tronco, από το Πανεπιστήμιο της Χιλής και ο Víctor Cortés από το Ποντιφικό Καθολικό Πανεπιστήμιο της Χιλής.